συμπίεση

συμπίεση
Δράση που έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση του όγκου ενός σώματος, όπως π.χ. ενός όγκου αέριου, ενός στερεού, ενός υγρού, ή ενός πλάσματος, με κατάλληλες μηχανικές ή ηλεκτρομαγνητικές διατάξεις. Η δράση αυτή προκαλεί μια προσέγγιση των μορίων από τα οποία αποτελείται το θεωρούμενο σώμα. Η προσέγγιση αυτή, ανάλογα με την οντότητα της, του είδους και των φυσικών συνθηκών του σώματος, μπορεί να προκαλέσει ή όχι μη αντιστρεπτά φαινόμενα, τέτοια δηλαδή ώστε να καταστεί μόνιμη κατά τη διακοπή της δράσης σ. Κάτω από συνθήκες ισορροπίας μια σ. απαιτεί πάντοτε έργο. συμπιεστής. Θερμική μηχανή που συμπιέζει τον αέρα ή οποιοδήποτε άλλο αέριο. Η συμπίεση των αερίων μπορεί να γίνει κατά δύο βασικές μεθόδους: με πραγματική πίεση που εξασκείται από ένα έμβολο σε ένα κύλινδρο ή με την αύξηση της κινητικής ενέργειας, της ορμής δηλαδή που αποχτά το αέριο όταν περνά από κατάλληλα περιστρεφόμενα όργανα. Οποιοδήποτε κι αν είναι το σύστημα, ακολουθεί τις εξής φάσεις: αναρρόφηση συμπίεση και εξαγωγή. Ο συμπιεστής αποτελείται βασικά από ένα κύλινδρο, στον οποίο ένα έμβολο, ανάλογο προς τα έμβολα των κινητήρων εσωτερικής καύσης, εκτελεί μια παλινδρομική κίνηση, αναρροφώντας το αέριο κατά την πρώτη διαδρομή και συμπιέζοντας το στη διαδρομή επιστροφής. Η είσοδος και η έξοδος των αερίων γίνεται με αυτόματο άνοιγμα βαλβίδων. Όταν οι λειτουργίες αυτές γίνονται μόνο στο ένα άκρο του εμβόλου, το ονομάζουμε απλής ενέργειας, και όταν γίνονται στα δύο αντίθετα άκρα του εμβόλου, διπλής. Η συμπίεση λέγεται βαθμωτή όταν υποδιαιρείται σ’ ένα ορισμένο αριθμό κυλίνδρων. Το αέριο που πιέζεται στην έξοδο του ενός, περνά πριν μπει στον επόμενο, σ’ ένα κατάλληλο ψύκτη, ο οποίος αφαιρεί μέρος από τις θερμίδες που έχουν παραχθεί κατά την προηγούμενη φάση. Ο εμβολοφόρος παλινδρομικός’ συμπιεστής χρησιμοποιείται για την επίτευξη υψηλών πιέσεων. Φορητός συμπιεστής. Μεγάλος συμπιεστής ισχυρής έντασης, απ’ εκείνους που χρησιμοποιούνται σε εργοστάσια και μηχανουργεία.
* * *
η / συμπίεσις, -έσεως, ΝΑ [συμπιέζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπιέζω
νεοελλ.
1. φυσ. α) η αύξηση τής πίεσης που ασκείται στο εσωτερικό ενός αέριου μέσου και η οποία αποτελεί, συνήθως, ιδιαίτερη φάση θερμοδυναμικής διεργασίας, όπως λ.χ. ενός ψυκτικού κύκλου ή τού κύκλου μηχανής εσωτερικής καύσεως
β) ελάττωση τού όγκου ενός στερεού, υγρού, αέριου σώματος ή ζωντανού οργανισμού ή μιας ουσίας, ως αποτέλεσμα τής άσκησης ορισμένης μηχανικής τάσης
2. (μεταλργ.) διεργασία τής κονιομεταλλουργίας που συνίσταται στη συσσωμάτωση κόνεων τοποθετημένων μέσα σε τύπο ή μήτρα διαμόρφωσης με την άσκηση μηχανικής πίεσης
3. (ηλεκτρον.) επεξεργασία ηλεκτρομαγνητικού σήματος που συνίσταται στην αυτόματη ελάττωση τών μεταβολών τής μέσης στάθμης τού σήματος μέσω ενισχυτή, τού οποίου ο μεταβλητός λόγος ενίσχυσης οδηγείται από το ίδιο σήμα έτσι, ώστε να αυξάνεται τόσο περισσότερο όσο ασθενέστερη είναι η μέση ισχύς τού σήματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπίεση — η άσκηση πίεσης πάνω σε κάτι ώστε να γίνει μικρότερο, να καταλάβει μικρότερο χώρο: Μέτρησαν τη συμπίεση της μηχανής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… …   Dictionary of Greek

  • μεταλλουργία — Η επιστήμη που μελετά τόσο τη δομή και τη συμπεριφορά των μετάλλων και των κραμάτων τους όσο και τις τεχνικές διαχωρισμού, εξευγενισμού και προσαρμογή τους στη βιομηχανική χρήση. Οι διάφορες μεταλλουργικές εργασίες αποτελούν, στο σύνολό τους, ένα …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • συμπιεστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συμπίεση 2. αυτός που προκαλεί συμπίεση. επίρρ... συμπιεστικώς και συμπιεστικά Ν με συμπίεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπιεστός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • πλαστικές ύλες — Οργανικές ενώσεις με υψηλό μοριακό βάρος, αδιάλυτες στο νερό, στερεές στη συνηθισμένη θερμοκρασία, οι οποίες χαρακτηρίζονται ανάλογα με τη δυνατότητα επεξεργασίας τους με την τεχνική των εκμαγείων και της συμπίεσης. Οι πλαστικές ύλες μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • αναρρόφηση — Η αφαίρεση από διάφορους ιστούς ή κοιλότητες του σώματος υγρών τα οποία συγκεντρώθηκαν εκεί από φυσιολογικά ή παθολογικά αίτια. Η α. γίνεται με τη βοήθεια λεπτών σωληνώσεων και μιας αναρροφητικής αντλίας προσαρμοσμένης στην έξοδο. Χρησιμοποιείται …   Dictionary of Greek

  • ασφυξία — Παθολογική κατάσταση, η οποία εκδηλώνεται όταν η παροχή του οξυγόνου στους ιστούς γίνεται ανεπαρκής, με αποτέλεσμα τη διατάραξη των εξεργασιών της οξείδωσης, που αποτελούν τη βάση των ενεργειακών μεταβολών του οργανισμού. Τα αίτια της α. είναι… …   Dictionary of Greek

  • ατμός — Η αέρια φάση των ουσιών οι οποίες κάτω από συνηθισμένες συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας βρίσκονται σε υγρή κατάσταση. Σε αντίθεση προς τα αέρια, οι α. κάτω από συνηθισμένες συνθήκες βρίσκονται σε θερμοκρασία κατώτερη από την κρίσιμη. Ο α. λοιπόν …   Dictionary of Greek

  • δαφνέλαιο — Λιπαρή ουσία που εξάγεται κατά την έκθλιψη των νωπών καρπών της δάφνης της ευγενούς.Είναι υγρό με κιτρινοπράσινο χρώμα, ευχάριστη οσμή και πικρή γεύση. Έχει ειδικό βάρος 0,932 0,953 gr/cm3, σημείο τήξης περίπου 36° και πήζει στους 24°C. Το δ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”